- υπερανθώ
- -έω, ΜΑ [ἀνθῶ]μτφ. είμαι γεμάτος άνθη, η ομορφιά μου βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή τηςαρχ.1. παρουσιάζω υπερβολική ανθοφορία2. μτφ. έχω υπεραφθονία από αγαθά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανθώ — (AM ἀνθῶ, έω) 1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια, ανθίζω 2. μτφ. βρίσκομαι στην ακμή της ηλικίας μου 3. μτφ. ευημερώ, είμαι πλούσιος και υγιής, ακμάζω μσν. 1. προέρχομαι, κατάγομαι 2. (μτβ.) κάνω κάτι να φυτρώσει, να εμφανιστεί αρχ. 1. (για τα νεανικά … Dictionary of Greek